- στέμφυλον
- στέμφυλονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεμφύλοις — στέμφυλον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεμφύλου — στέμφυλον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεμφύλων — στέμφυλον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεμφύλῳ — στέμφυλον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμφυλα — στέμφυλον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμφυλο — το / στέμφυλον, ΝΑ, και στράφυλο και στροφύλι, και ως θηλ. και οτροφυλιά, η, Ν η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών σταφυλιών, το τσίπουρο αρχ. 1. η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών ελιών 2. στον πληθ. τὰ στέμφυλα… … Dictionary of Greek
ράχι — Α (κατά τον Ησύχ,) «τὸ στέμφυλον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ινδ. arrak «οινόπνευμα από ρύζι» (βλ. και λ. ρακή)] … Dictionary of Greek
στεμφυλίας — ὁ, Α (συν. σε συνεκφορά με το οίνος) ο στεμφυλίτης οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα ίας (πρβλ. τρυγ ίας)] … Dictionary of Greek
στεμφυλίς — ίδος, ἡ, Α στεμφυλῑτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. κυαμ ίς)] … Dictionary of Greek
στεμφυλίτης — ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῑτις, ίτιδος, Α νεοελλ. (ενν. οίνος) κρασί που λαμβάνεται από δεύτερη σύνθλιψη τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο δευτερίας οίνος αρχ. 1. αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό 2. το αρσ. ως ουσ. αγγείο για… … Dictionary of Greek